- ἐναύλιον
- ἐναύλιοςinsidemasc acc sgἐναύλιοςinsideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναύλιος — α, ο (Α ἐναύλιος, ον και ἐναύλιος, ία, και ίη ον) αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή βρίσκεται στην αυλή αρχ. 1. «εναύλιος θύρα» 2. μτφ. εσωτερικός, ενδόμυχος, βαθύς 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐναυλίη ο λαιμός τής μήτρας 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναύλιον η… … Dictionary of Greek